AER — I. AER in communione Romana dicitur velum, quô cooperitur calix; alias Agnus, forte ab imagine agni, quâ id insignitum. Dominic. Macer Hierolex. II. AER quam vastum corpus sit, argumentô est quod (ut Tycho Brahe se observâsse scribit) ab Terra… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek
δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… … Dictionary of Greek